dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξερακιανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürr
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξερακιανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mager
Ⓦ
Ⓖ
…