dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausländisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξενικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fremd
Ⓦ
Ⓖ
…