dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ξεναγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fremdenführer
Ⓦ
Ⓖ
…
ξεναγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reisebegleiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ξεναγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reiseleiter
Ⓦ
Ⓖ
…
ξεναγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Platzanweiser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ξεναγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Begleiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ξεναγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fremdenführerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ξεναγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Reiseführer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)