dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ξεμπρόστιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufdeckung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεμπρόστιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bloßstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεμπρόστιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Offenlegung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεμπρόστιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Enthüllung
Ⓦ
Ⓖ
…