dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ξεκόλλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ablösen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξεκόλλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abgehen
Ⓦ
Ⓖ
…