dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausländer
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausländisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Außenseiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auswärtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fremd
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fremdartig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fremdländisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fremde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ξένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fremder
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)