dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
νύξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νύξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Andeutung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νύξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anspielung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νύξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Seitenhieb
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)