dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
νόστιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hübsch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
νόστιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
köstlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
νόστιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lecker
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
νόστιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmackhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
νόστιμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geschmackvoll
Ⓦ
Ⓖ
…