dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
νόμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geldstück
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
νόμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Währung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νόμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Münze
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νόμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geld
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)