dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
νταντά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kindermädchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νταντά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Amme
Ⓦ
Ⓖ
…