dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
νεοσσός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Junges
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νεοσσός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Küken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νεοσσός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Neugeborenes
Ⓦ
Ⓖ
…