dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Molekül
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Partikel
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Teilchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschlechtsorgan
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Punkt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)