dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Infektion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschmutzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kontamination
Ⓦ
Ⓖ
…
μόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verseuchung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μόλυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verschmutzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)