dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
μόλις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eben
Ⓦ
Ⓖ
…
Σύνδεσμος
μόλις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sobald
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
μόλις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
soeben
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
μόλις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gerade
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
μόλις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaum
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
μόλις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
als
Ⓦ
Ⓖ
…
μόλις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sowie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)