dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μπουκέτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Blumenstrauß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μπουκέτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bukett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μπουκέτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Strauß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπουκέτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tracht Prügel
Ⓦ
Ⓖ
…