dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μπανιέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Badewanne
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μπανιέρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bad
Ⓦ
Ⓖ
…