dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μπαλαούρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knast
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπαλαούρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gefängnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπαλαούρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kittchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπαλαούρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Frachtraum
Ⓦ
Ⓖ
…