dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
μουρμουρητό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gemurmel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μουρμουρητό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Murmeln
Ⓦ
Ⓖ
…