dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μοναδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einzig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μοναδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alleinig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μοναδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einzigartig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μοναδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beeindruckend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μοναδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einmalig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)