dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μονάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Einheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μονάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Anlage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μονάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abteilung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μονάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Objekt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μονάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Station
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μονάδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verband
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)