dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μοιραίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schicksalhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μοιραίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
desaströs
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μοιραίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schicksals-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μοιραίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verhängnisvoll
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μοιραίος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fatal
Ⓦ
Ⓖ
…