dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μετριοπάθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mäßigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μετριοπάθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zurückhaltung
Ⓦ
Ⓖ
…