dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μετριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auffangen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μετριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herabsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μετριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mildern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abfedern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lindern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mäßigen
Ⓦ
Ⓖ
…