dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μετεωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετεωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entschweben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετεωρίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
emporsteigen
Ⓦ
Ⓖ
…