dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μετασχηματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umformen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μετασχηματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
transformieren
Ⓦ
Ⓖ
…