dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μεταγλωττιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Compiler
Ⓦ
Ⓖ
…
μεταγλωττιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Compilerprogramm
Ⓦ
Ⓖ
…
μεταγλωττιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kompilierer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μεταγλωττιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Übersetzer
Ⓦ
Ⓖ
…