dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μεροκάματο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tagelohn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μεροκάματο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lohn
Ⓦ
Ⓖ
…