dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μεριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Seite
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μεριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ort
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μεριά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stelle
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)