dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μεθοδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεθοδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεθοδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herangehen
Ⓦ
Ⓖ
…