dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μεζούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Maßband
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεζούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Maß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μεζούρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Messbecher
Ⓦ
Ⓖ
…