dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
μασχάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Achsel
Ⓦ
Ⓖ
…
μασχάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Achselhöhle
Ⓦ
Ⓖ
…