dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μαρασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verwelken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μαρασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Niedergang
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μαρασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verfall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μαρασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verblühen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μαρασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Altersschwäche
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)