dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μανάβης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gemüsehändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μανάβης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lebensmittelhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μανάβης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Obsthändler
Ⓦ
Ⓖ
…