dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
μακροσκελής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausgedehnt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μακροσκελής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langatmig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μακροσκελής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langwierig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μακροσκελής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weitläufig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μακροσκελής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weitschweifig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μακροσκελής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langbeinig
Ⓦ
Ⓖ
…