dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μακροοικονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Makroökonomie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μακροοικονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Volkswirtschaftslehre
Ⓦ
Ⓖ
…