dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
serienmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Massen-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
μαζικός τουρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Massentourismus
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μαζικός αριθμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Massenzahl
Ⓦ
Ⓖ
…