dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massenhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
massiv
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
serienmäßig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
μαζικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Massen-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)