dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μαγαζί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Laden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μαγαζί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μαγαζί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Werkstatt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)