dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Maß
Ⓦ
Ⓖ
…
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kriterium
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Maßnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Meter
Ⓦ
Ⓖ
…
μετρό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Metro
Ⓦ
Ⓖ
…
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Norm
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Versmaß
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Maßregel
Ⓦ
Ⓖ
…
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Standard
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μέτρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Takt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μετρό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Untergrundbahn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μετρό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
U-Bahn
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)