dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μέτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aktionär
Ⓦ
Ⓖ
…
μέτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Aktieninhaber
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
μέτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anteilseigner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μέτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Aktienbesitzer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μέτοχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Teilnehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)