dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μέμφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorwerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μέμφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tadeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μέμφομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rügen
Ⓦ
Ⓖ
…