dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μέλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Honig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μελί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bräunlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)