dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
μάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Flamme
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Knospe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kochplatte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Öse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μάτι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Masche
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)