dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λόξιγκας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schlucken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λόξιγκας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schluckauf
Ⓦ
Ⓖ
…