dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λόγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gebüsch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λόγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gestrüpp
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λόγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gehölz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λόγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Strauchwerk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λόγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Unterholz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λόγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Buschwald
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λόγγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gesträuch
Ⓦ
Ⓖ
…