dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λοφίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Federbusch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λοφίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kamm
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λοφίο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Büschel
Ⓦ
Ⓖ
…