dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λογικεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gescheit sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λογικεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich besinnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λογικεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vernunft annehmen
Ⓦ
Ⓖ
…