dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λογική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Logik
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λογική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vernunft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λογική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Denkweise
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λογική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schlüssigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λογική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verstand
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)