dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einfachheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bescheidenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Deflation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Frugalität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Genügsamkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kargheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λιτότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schlichtheit
Ⓦ
Ⓖ
…