dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
λιπόσαρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hager
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
λιπόσαρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mager
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λιπόσαρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λιπόσαρκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmächtig
Ⓦ
Ⓖ
…